ΒΟΥΒΩΝΟΚΗΛΗ

Η βουβωνοκήλη δημιουργείται  όταν  το  περιεχόμενο της (το έντερο πρακτικά)  εξέρχεται από την κοιλία δια μέσου του βουβωνικού πόρου. Ο βουβωνικός πόρος είναι ένας σχισμοειδής χώρος μεταξύ των μυϊκών τοιχωμάτων της κοιλίας στη βουβωνική χώρα. Μέσα σ΄ αυτόν φυσιολογικά βρίσκεται ο σπερματικός τόνος  στους άνδρες πορευόμενος προς το όσχεο (είναι η ιστική δομή που περιέχει τα αγγεία του όρχεος και τον σπερματικό  πόρο, το σωληνάκι δηλαδή που μεταφέρει το σπέρμα από τον κάθε όρχι)  και ο στρογγύλος σύνδεσμος της μήτρας στις γυναίκες. Είναι πάθηση κατ εξοχήν ανδρική και ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί στην εμβρυϊκή ηλικία όταν ο όρχις στο  «ταξίδι» που κάνει από την κοιλία που βρίσκεται αρχικά  έως  το όσχεο που είναι η τελική του θέση αφήνει ανοικτό ένα κανάλι επικοινωνίας, τον ελυτροπεριτοναϊκό πόρο.  Όπως μαρτυρά και η λέξη, ο πόρος (ο σωλήνας δηλαδή) φέρνει σε επικοινωνία τα έλυτρα (τους χιτώνες) του όρχεος με την περιτοναϊκή κοιλότητα. Αυτή η επικοινωνία κλείνει αυτόματα,  το αργότερο λίγο καιρό  μετά τη γέννηση. Ατέλειες στην σύγκλειση του πόρου οδηγούν στις συγγενείς βουβωνοκήλες, τις κήλες δηλαδή που παρουσιάζονται τα πρώτα έτη της ζωής μας.

Οι βουβωνοκήλες ταξινομούνται σε λοξές και ευθείες  ανάλογα με τη σχέση που έχει ο κηλικός σάκος με ένα ζεύγος αγγείων που πορεύονται στη περιοχή, τα κάτω επιγάστρια αγγεία. 

Η θεραπεία είναι χειρουργική με τοποθέτηση πλέγματος. Η επέμβαση μπορεί να γίνει ανοικτά, συνήθως  με  βουβωνική τομή. Αφού  αναταχθεί ο σάκος της κήλης εντός της κοιλίας τοποθετείται και καθηλώνεται με ραφές,  χωρίς τάση,  ένα πλέγμα επί της εγκαρσίας  περιτονίας. Εάν η κήλη είναι λοξή τότε μπορεί να τοποθετηθεί και δεύτερο κομμάτι πλέγματος, ένα βύσμα, εντός του στομίου εκ του οποίου εξέρχεται η κήλη.  Η αποτελεσματικότητα της ανοικτής επέμβασης είναι εξαιρετική, με πολύ χαμηλά ποσοστά υποτροπής. Το συνολικό τραύμα όμως είναι σημαντικό, πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη προσοχή για αποφυγή τραυματισμού αισθητικών νεύρων της περιοχής  (που δεν είναι πάντα εύκολο να συμβεί)  και οδηγεί σε παροδικές ή επίμονες νευραλγίες, ενώ το αιμάτωμα από τις αποκολλήσεις των ιστών, η φλεγμονώδης αντίδραση του οργανισμού  στο  τραύμα  στα ράμματα και στο πλέγμα δημιουργεί ένα τοπικό οίδημα που επιτείνει το τοπικό άλγος μέχρι να εξαφανιστεί τελείως περίπου στους δύο μήνες. 

Η λαπαροσκοπική επέμβαση έχει επίσης εξαιρετική αποτελεσματικότητα. Πραγματοποιείται με πολύ μικρές τομές στον ομφαλό και στο κοιλιακό τοίχωμα. Υπάρχουν δύο τεχνικές  λαπαροσκοπικής προσπέλασης, η εξωπεριτοναϊκή (TEP)  και η ενδοκοιλιακή (TAPP). Το πλέγμα και στις δύο τοποθετείται μεταξύ  κοιλιακού τοιχώματος και περιτοναίου.  Πλεονεκτούν σαφώς έναντι της ανοικτής επέμβασης  στο θέμα του συνολικού μετεγχειρητικού πόνου, της άμεσης κινητοποίησης  και επανόδου στην εργασία. 

Απόλυτη ένδειξη λαπαροσκοπικής αποκατάστασης της κήλης αποτελεί η αμφοτερόπλευρη βουβωνοκήλη και η υποτροπή της κήλης μετά από ανοικτή επέμβαση.  Αντένδειξη αποτελούν παλαιές επεμβάσεις στην κάτω κοιλία. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα γίνει η επέμβαση, ανοικτά ή λαπαροσκοπικά, έχει υψηλότατη αποτελεσματικότητα και ελάχιστες υποτροπές σε σύγκριση με το παρελθόν. Τα επιπλέον πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής προσέγγισης σε σύγκριση με την ανοικτή της δίνουν μια υπεροχή «στα σημεία» και πλέον ολοένα και περισσότερη χειρουργοί την εμπιστεύονται την προτιμούν και την προτείνουν.